- εκλογές
- Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών.
Η διάδοση του θεσμού των ε. παρακολουθεί την ανάπτυξη του αντιπροσωπευτικού κράτους που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία. Η αρχή της ε. βασίζεται από το ένα μέρος στο αιρετό των οργάνων και από το άλλο στην αναγνώριση της εκλογικής ικανότητας των πολιτών (εκλογικό σώμα παθητικό και ενεργό). Η έκταση του αιρετού των οργάνων και της λεγόμενης ψήφου ποικίλλει τοπικά και χρονικά. Το αιρετό μπορεί να αφορά όχι μόνο τα καθαυτό αντιπροσωπευτικά όργανα αλλά και τους δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους. Η ε. είχε προσλάβει τη μεγαλύτερη διάδοση –ως διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων και των δημοσίων υπαλλήλων– στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, πριν από τη μεταρρύθμιση των δημοσίων υπηρεσιών το 1883, και στη Σοβιετική Ένωση, στα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση.
Για την επιστήμη αποτελούσε πάντοτε θέμα συζήτησης το αν η ψήφος αποτελεί δικαίωμα ή δημόσιο λειτούργημα. Η υποχρεωτική άσκηση της ψήφου, που έχει καθιερώθηκε σε πολλές χώρες, καθώς και στην Ελλάδα, συνηγορεί υπέρ της δεύτερης άποψης. Όμως η ιστορία του θεσμού, που ενισχύεται και από το πρόσθετο πρωτόκολλο (1953) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο διακηρύσσει την υποχρέωση διενέργειας ελεύθερων ε., υπογραμμίζει τη σημασία της ψήφου και ως πολιτικού δικαιώματος.
Το δικαίωμα ψήφου για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν ήταν καθολικό. Εκτός από τις γυναίκες, είχε επίσης αποκλειστεί η συμμετοχή σημαντικού αριθμού προσώπων που δεν ανταποκρίνονταν σε ορισμένες οικονομικές προϋποθέσεις (ορισμένο εισόδημα ή κατοχή οικονομικών αγαθών) ή πολιτιστικές (βαθμός εκπαίδευσης). Οι περιορισμοί αυτοί αναιρούσαν φυσικά τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της ε. και αποτελούσαν αλλοίωση της λαϊκής κυριαρχίας. Η καθολική ψηφοφορία, χωρίς τις παραπάνω οικονομικές ή μορφωτικές διακρίσεις, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1848, αλλά και πάλι οι γυναίκες είχαν αποκλειστεί από τη συμμετοχή στο εκλογικό σώμα. Το πρώτο κράτος που εφάρμοσε ολοκληρωτικά την καθολική ψηφοφορία ήταν η Μεγάλη Βρετανία (1918)· αργότερα ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες (εδώ όμως όχι χωρίς σοβαρούς περιορισμούς που σχετίζονταν ιδίως με τις φυλετικές διακρίσεις). Σήμερα, έχει υιοθετηθεί από τα περισσότερα κράτη η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, σύμφωνα με την οποία αποκλείονται από τις ε. μόνο οι ανήλικοι, οι πνευματικά ανάπηροι και όσοι έχουν χάσει με δικαστική απόφαση τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Προκειμένου να κατανοηθεί πόσο πλασματική ήταν η λαϊκή εκπροσώπηση στο παρελθόν, παρατίθενται μερικοί χαρακτηριστικοί αριθμοί: στη Γαλλία το 1817 οι εκλογείς ήταν 102.000 (σε 30.000.000 κατ.) και έως το 1848 ο αριθμός τους κυμαινόταν περίπου στους 200.000. Με την εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας (1848), ο αριθμός των εκλογέων ανήλθε σε 1.000.0000 (σε 35.000.000 κατ.). Στην Ιταλία, μετά την αναθεώρηση της εκλογικής νομοθεσίας (νόμοι του 1912-13), ο αριθμός των εκλογέων αυξήθηκε από 3.300.000 σε 8.600.000. Στην Αγγλία, από το 1832 έως το 1867, ψήφιζαν μόνο 696.465 πολίτες· το 1901 ο αριθμός τους ανέβηκε σε 6.821.739. Με τον νόμο της 6ης Φεβρουαρίου 1918, που εισήγαγε την καθολική ψηφοφορία, το εκλογικό σώμα τριπλασιάστηκε (25.092.536 εκλογείς σε 45.204.000 κατ.). Ανάλογα φαινόμενα παρουσιάστηκαν και σε άλλες χώρες από τα τέλη του 19ου αι. έως τη μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο περίοδο (για παράδειγμα στην Ιαπωνία, όπου το 1920 το εκλογικό σώμα ανέβηκε από 1.450.000 σε 2.860.000 και, μετά την εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας το 1928, σε 13.000.000, αριθμό ακόμα χαμηλό, εξαιτίας περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος μόνο στους πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 25o έτος της ηλικίας τους).
Στην Ελλάδα τα συντάγματα του Αγώνα και η εκλογική νομοθεσία του Καποδίστρια εφάρμοσαν με μικρούς τμηματικούς περιορισμούς την καθολική ψηφοφορία (πάνδημον). Το Σύνταγμα του 1844 παρέπεμπε στον νόμο ο οποίος αναγνώριζε (14 Μαρτίου 1844) την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας με μικρούς πάλι περιορισμούς (στην πράξη αποκλείστηκαν μόνο οι μαθητευόμενοι τεχνίτες και οι υπηρέτες), που διατηρήθηκαν και από τον εκλογικό νόμο της 19ης Νοεμβρίου 1864, παρά τη διακήρυξη της καθολικότητας της ψήφου από το Σύνταγμα του 1864 (άρ. 66). Οι περιορισμοί αυτοί καταργήθηκαν τελικά από τον νόμο XMH’ του 1877, ο οποίος μείωσε και το όριο ηλικίας των εκλογέων από τα 25 στα 21 χρόνια, ενώ στη συνέχεια μειώθηκε και το όριο ηλικίας του εκλόγιμου από τα 30 στα 25 χρόνια. Το 1934 παραχωρήθηκε επιλεκτικά δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, το οποίο έγινε καθολικό με νόμους του 1949, του 1951 και του 1952, ενώ το 1982 το όριο ηλικίας των εκλογέων μειώθηκε στα 18 χρόνια.
Την καθολικότητα της ψήφου δεν αναιρεί η στέρηση, μετά από δικαστική απόφαση, πολιτικών δικαιωμάτων, όταν δεν εμπνέεται από κομματικά ελατήρια, καθώς και η καθιέρωση ορισμένων ασυμβίβαστων ως προς την εκλογιμότητα. Τα διάφορα ελληνικά συντάγματα προβλέπουν εξάλλου ότι η ε. είναι άμεση από το ίδιο το εκλογικό σώμα (παρέκκλιση της αρχής αποτελούν η ε. των γερουσιαστών κατά το Σύνταγμα του 1927 και του δημάρχου – ν. 3938/1959), προσωπική (όχι με αντιπρόσωπο ή με αλληλογραφία), μυστική (πρβλ. και άρ. 163 Π.Κ.) και ίση (αποκλείεται η πολλαπλή ψήφος). Τέλος, καταργήθηκε η χρήση του σφαιριδίου, που προέβλεπε το Σύνταγμα του 1864 και οι ε. γίνονται με ψηφοδέλτιο, υπό την εποπτεία της δικαστικής αρχής μέσα σε μία ημέρα σε ολόκληρο το κράτος· υποχρεωτικά Κυριακή, για να εξασφαλίζεται και η συμμετοχή των εργαζομένων. Ο έλεγχος του τρόπου διεξαγωγής των βουλευτικών ε. γινόταν έως το 1911 από την ίδια τη βουλή. Η αναθεώρηση του άρ. 73 του Συντάγματος το 1911, με πρωτοβουλία του Ελευθέριου Βενιζέλου, οδήγησε στην υιοθέτηση δικαστικού συστήματος ελέγχου και στην ίδρυση (ν.Γ. NE’ του 1911) εκλογοδικείου, του οποίου η σύσταση και η λειτουργία ρυθμίστηκαν από τη νεότερη εκλογική νομοθεσία.
εκλογικά συστήματα. Διακρίνονται σε πλειοψηφικά και σε μη πλειοψηφικά συστήματα, ανάλογα με το αν αποκλείουν ή αν αποδέχονται την εκπροσώπηση της μειοψηφίας. Το πλειοψηφικό σύστημα επικράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα (μέχρι τα μέσα του 19ου αι.) και βασιζόταν σε μία πολύ παλαιά θεωρητική παράδοση. Υποστηρίχθηκε από τον Αριστοτέλη και αργότερα δικαιολογήθηκε από τους Ρωμαίους νομικούς, με το επιχείρημα ότι κατά ένα νομικό πλάσμα «η απόφαση που λαμβάνεται από την πλειοψηφία των συγκλητικών ισχύει σαν να είχε γίνει αποδεκτή από όλους» (quod maior pars curiae efficit, pro eo habetur ac si omnes egerint), με την αποδοχή ως δεδομένου ότι είναι αδύνατον να υπάρχει ομοφωνία τόσο στις περιπτώσεις ε. όσο και στη λήψη αποφάσεων. Ταυτόσημη υπήρξε στην ουσία η δικαιολόγηση που προέβαλαν οι νομικοί του Μεσαίωνα. Και ο Ρουσό επίσης, θεωρητικός της γενικής βούλησης, υποστήριξε ότι «η ψήφος του μεγαλύτερου αριθμού υποχρεώνει πάντοτε όλους τους άλλους».
Στους νεότερους χρόνους ο Γάλλος νομικός Αντεμάρ Εσμέν, που υπήρξε ένας από τους πιο αποφασιστικούς υποστηρικτές του πλειοψηφικού συστήματος, διατύπωσε με τον ακόλουθο τρόπο τη νομιμότητά του: «Αν ολόκληρη η χώρα αποτελούσε έναν μόνο εκλογικό σύλλογο, η πλειοψηφία θα είχε το δικαίωμα να ονομάζει όλους τους βουλευτές, όπως ονομάζει τον εκπρόσωπο ή τους εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας, εκεί όπου αυτοί εκλέγονται άμεσα από τη λαϊκή ψήφο... Δεν υπάρχει σε αυτό το σύστημα, ακόμα και αν εφαρμοστεί με τον πιο απόλυτο τρόπο, καμία αδικία σε βάρος της μειοψηφίας, αφού η πλειοψηφία δεν αποκτά έτσι παρά ό,τι της παρέχει το δικαίωμά της και τίποτε περισσότερο». Οι επικριτές όμως του συστήματος υπογράμμισαν το γεγονός ότι το σύστημα αυτό, εξασφαλίζοντας τη νίκη της πλειοψηφίας, ενώ αρνείται στη μειοψηφία ένα μέρος της εκπροσώπησης, «οδηγεί κατά συγκεκριμένο τρόπο στην παραγωγή ή οπωσδήποτε στη μη εφαρμογή της αρχής της ισότητας». Το μειονέκτημα αυτό γινόταν ολοένα και σοβαρότερο, όσο περισσότερο διαφοροποιούνταν και οργανώνονταν οι ανταγωνιζόμενες πολιτικές θέσεις. Μία σημαντική βελτίωση ήταν η εισαγωγή του νόμιμου αριθμού (quorum), δηλαδή μιας πλειοψηφίας που κρίνεται αναγκαία για να κερδίσει το σύνολο των αντιπροσώπων. Έτσι όμως το πλειοψηφικό σύστημα αποδεχόταν ουσιαστικά τη βασιμότητα της κριτικής που του είχε γίνει. Στην πράξη, το αμιγές πλειοψηφικό σύστημα είχε εγκαταλειφθεί προς όφελος ενός διορθωμένου συστήματος, που έκανε δυνατή την εκπροσώπηση των μειοψηφιών.
Η εκπροσώπηση των μειοψηφιών μπορεί να είναι αναλογική ή μη αναλογική, σύμφωνα με το αν το εκλογικό μέτρο καθορίζεται ή όχι σε επακριβή αναλογία με τη δύναμη των μειοψηφιών. Οι απαρχές του αναλογικού συστήματος μπορούν να αναχθούν στα τέλη του 18ου αι. και στηρίζονται ουσιαστικά στην ισοδυναμία των ψήφων και στην ανάγκη να εκφράζουν οι αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις «κατά το πρότυπο των γεωγραφικών χαρτών... όλες τις αποχρώσεις της χώρας σύμφωνα με τις αναλογίες τους» (Γκαμπριέλ Ονορέ ντε Μιραμπό). Κατά τον 19o αι. υπερασπίστηκαν το αναλογικό σύστημα ο Άγγλος νομικός Τόμας Χέιρ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο Ερνέστ Ναβίλ (ο οποίος ίδρυσε στη Γενεύη μία σχετική μεταρρυθμιστική εταιρεία) και ο Βικτόρ Προσπέρ Κονσιντεράν. Οι σύλλογοι για τη μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος προς την κατεύθυνση της αναλογικής πολλαπλασιάστηκαν γρήγορα (1867 στη Νέα Υόρκη, 1868 στη Ζυρίχη, 1869 σε Λονδίνο, Σικάγο, Νεσατέλ, 1874 στη Λοζάνη, 1875 στην Πράγα, 1877 στη Βέρνη). Μετά το 1919, το σύστημα αυτό εισήχθη σχεδόν σε όλα τα νέα συντάγματα (Γερμανία, Αυστρία, Φιλανδία, Τσεχοσλοβακία, Εσθονία, Πολωνία, Λετονία, Λιθουανία, Ιρλανδία, Ρουμανία)· υιοθετήθηκε επίσης από τη Γαλλία και την Ιταλία χωρίς να μεσολαβήσουν τροποποιήσεις του συντάγματος.
Το σύστημα της εκπροσώπησης των μειοψηφιών εφαρμόζεται σύμφωνα με μία ολόκληρη σειρά παραλλαγών. Οι κυριότερες είναι οι ακόλουθες: το σύστημα της περιορισμένης ψήφου, το οποίο επιτρέπει στον εκλογέα να ψηφίσει έναν αριθμό υποψηφίων μικρότερο από τον αριθμό των εδρών που πρέπει να συμπληρωθούν, αφήνοντας τις άλλες έδρες στη μειοψηφία· το σύστημα της σωρευτικής ψήφου, το οποίο επιτρέπει στον εκλογέα να διαθέσει τόσες ψήφους όσες είναι οι έδρες που πρέπει να πληρωθούν, συγκεντρώνοντας τις ψήφους του σε έναν ή περισσότερους υποψηφίους· το σύστημα της μοναδικής ψήφου, το οποίο επιτρέπει στον εκλογέα να ψηφίσει υπέρ ενός μόνο υποψηφίου και έτσι εκλέγονται οι υποψήφιοι που παίρνουν τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων· το σύστημα Χέιρ, που χαρακτηρίζεται από τον καθορισμό ενός πηλίκου (εκλογικού μέτρου), το οποίο εξάγεται όταν διαιρεθεί ο αριθμός των ψήφων διά του αριθμού των εδρών και για κάθε πηλίκο εκλέγεται ένας υποψήφιος· το σύστημα των ανταγωνιστικών ψηφοδελτίων, σύμφωνα με το οποίο ψηφίζονται περισσότεροι από ένας υποψήφιοι από εκείνους που βρίσκονται στο ίδιο ψηφοδέλτιο (κομματικά ψηφοδέλτια). Το τελευταίο αυτό σύστημα –αμιγώς αναλογικό– διαδόθηκε ευρύτατα στα κράτη όπου οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονται από πολλά κόμματα.
Μια άλλη διάκριση των εκλογικών συστημάτων αφορά τον καθορισμό των εκλογικών περιφερειών. Έτσι υπάρχει το σύστημα του μονοεδρικού εκλογικού συλλόγου και το σύστημα του πολυεδρικού εκλογικού συλλόγου. Με το μονοεδρικό ολόκληρη η επικράτεια κατανέμεται σε έναν αριθμό εκλογικών συλλόγων, καθένας από τους οποίους εκλέγει έναν μόνο αντιπρόσωπο. Με το πολυεδρικό κάθε εκλογική περιφέρεια εκλέγει περισσότερους από έναν αντιπροσώπους. Αν, τέλος, ολόκληρη η χώρα αποτελεί μία μόνο εκλογική περιφέρεια, η οποία εκλέγει το σύνολο των αντιπροσώπων, το σύστημα αυτό ονομάζεται σύστημα του μοναδικού συλλόγου.
Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα, που χαρακτηρίζει τα μη πλειοψηφικά συστήματα –των οποίων η συγκρότηση είναι αναλογική–, είναι το πρόβλημα της χρησιμοποίησης των υπολοίπων, δηλαδή των ψήφων που απομένουν μετά την εφαρμογή του συστήματος του πηλίκου για την απονομή των εδρών. Οι μέθοδοι που επινοήθηκαν είναι διαφόρων τύπων και κλιμακώνονται από την πριμοδότηση των ψηφοδελτίων τα οποία πήραν τις περισσότερες ψήφους και έχουν τα μεγαλύτερα υπόλοιπα, έως την υιοθέτηση ενός διορθωμένου πηλίκου ή ενός κοινού διαιρέτη και έως τη δημιουργία ενός συλλόγου για την αξιοποίηση των υπολοίπων.
Η χρησιμοποίηση του ενός ή του άλλου συστήματος, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο το άμεσο αποτέλεσμα των ε. αλλά και τη μονιμότερη διάρθρωση των κομμάτων καθώς και την κυβερνητική σταθερότητα ή αστάθεια. Πολυάριθμες μελέτες έχουν αφιερωθεί στα προβλήματα αυτά, σε συσχετισμό με ολόκληρη τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού.
Τα εκλογικά συστήματα στην Ελλάδα. Ως εκλογική περιφέρεια υιοθετήθηκε αρχικά στην Ελλάδα η στενή (επαρχία ή περιφέρεια πρωτοδικείου). Από το 1886 τη στενή περιφέρεια αντικατέστησε ο νομός (με εξαίρεση τις περιόδους 1890-1906 και 1923). Παρέκκλιση από το σύστημα του νομού αποτέλεσαν ορισμένες περιοχές. Έτσι, κατά το Β.Δ. 5 της 12ης Ιανουαρίου 1964 ιδιαίτερες περιφέρειες αποτέλεσαν ο δήμος Αθηναίων, το υπόλοιπο δήμου Αθηναίων, ο δήμος Πειραιώς με τις Σπέτσες κλπ., το υπόλοιπο δήμου Πειραιώς και το υπόλοιπο νομού Αττικής (κατά το άρ. 68 του Συντάγματος του 1952 οι εκλογικές περιφέρειες και ο αριθμός των βουλευτών κάθε περιφέρειας έπρεπε να καθορίζονται με τυπικό νόμο).
Το εκλογικό σύστημα που εφαρμόστηκε σταθερά έως το 1926 ήταν το απλό πλειοψηφικό, το οποίο εφαρμόστηκε και πάλι το 1928, το 1933 και το 1952. Ο ν. 3363/1926 εισήγαγε για πρώτη φορά την αναλογική, που εφαρμόστηκε επίσης το 1932. Οι εκλογές του 1936, του 1946 και του 1950 έγιναν με απλή αναλογική. Κατά το 1929 εφαρμόστηκε το μεικτό σύστημα (πλειοψηφικό, αλλά με παραχώρηση αριθμού εδρών στη μειοψηφία). Το 1951 (ν. 1878) υιοθετήθηκε το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής (προσπάθεια ενίσχυσης του επικρατέστερου κόμματος), αλλά δεν δικαίωσε τις προσδοκίες για εξασφάλιση μεγαλύτερης πολιτικής σταθερότητας και αντικαταστάθηκε (ν. 3457/1955) από ένα μεικτό σύστημα. Σύμφωνα με αυτό, στις περιφέρειες όπου εκλέγονταν λιγότεροι από 4 βουλευτές εφαρμόστηκε το πλειοψηφικό· στις περιφέρειες που εκλέγουν 4-10 βουλευτές, ο επιλαχών συνδυασμός έπαιρνε τα 3/10 των εδρών και σε εκείνες που εξέλεγαν περισσότερους από 10, έπαιρνε όσες έδρες αναλογούσαν στην εκλογική του δύναμη σε σχέση με αυτόν που πλειοψηφούσε.
Λίγο αργότερα, ο ν. 3822/1958 εισήγαγε την αναλογική με δύο κατανομές εδρών και με βάση για τη δεύτερη κατανομή όχι το πηλίκο σε εθνική κλίμακα, αλλά το πηλίκο των ψήφων κατά μείζονες περιφέρειες, που καθορίζονταν για τον σκοπό αυτό. Ο ν. 4173/1961 είχε προβλέψει την επαναφορά του πλειοψηφικού συστήματος του 1952 (ν. 2228), αλλά για τις αμέσως προσεχείς ε. τροποποιούσε τη νομοθεσία που ίσχυε μέχρι τότε, περιορίζοντας ιδίως τα προβλεπόμενα ποσοστά για τη συμμετοχή στη δεύτερη κατανομή (κωδικοποίηση Β.Δ. 531 της 14ης/17ης Αυγούστου 1961, καθώς και ν. 4274/1962). Τέλος, ο ν. 4322/1963 (Β.Δ. 592 της 27ης Σεπτεμβρίου 1963) προέβλεπε τρεις διαδοχικές κατανομές εδρών. Στην τρίτη κατανομή αθροιζόταν το σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων, τα οποία συγκέντρωσαν σε ολόκληρο το κράτος τα κόμματα ή οι συνδυασμοί που έλαβαν μέρος στη δεύτερη κατανομή (κατά μείζονες περιφέρειες), και το άθροισμα διαιρείτο διά των εδρών που έμειναν αδιάθετες. Το πηλίκο αποτελούσε το εκλογικό μέτρο της τρίτης κατανομής και με αυτό διαιρείτο ακολούθως το σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσε κάθε κόμμα σε όλο το κράτος και έτσι προέκυπτε ο αριθμός εδρών που δικαιούτο. Αν μετά και την τρίτη κατανομή απέμεναν αδιάθετες έδρες, αυτές προσεπικυρώνονταν στο κόμμα που πλειοψήφησε σε ολόκληρο το κράτος.
Ιδιαίτερη φροντίδα για την εκπροσώπηση των μειοψηφιών παρουσίαζε η νομοθεσία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έτσι ο ν. Δ.ΝΖ’ του 1912 καθιέρωνε την αρχή της περιορισμένης ψήφου (ο ψηφοφόρος ψήφιζε μικρότερο αριθμό υποψηφίων από τον αριθμό των εδρών, άρ. 147), ενώ νεότερος δημοτικός και κοινοτικός κώδικας (ν. δ. 2888/1954, άρ. 61 § 4) προέβλεπε ότι τα 3/4 των εδρών ανήκαν στον επικεφαλής συνδυασμό και το 1/4 στον επιλαχόντα.
Όλη η εκλογική νομοθεσία έχει κωδικοποιηθεί με το Π.Δ. 822/85. Οι ελληνικές βουλευτικές ε. χαρακτηρίζονται κατά τα τελευταία 40 χρόνια από τη συχνή μεταβολή εκλογικών συστημάτων. Στη δεκαετία 1980-90 καθιερώθηκε για πρώτη φορά η λίστα, δηλαδή ο ψηφοφόρος δεν έβαζε σταυρό προτίμησης στους υποψηφίους. Οι βουλευτές εκλέγονταν με τη σειρά που τους τοποθετούσε στο ψηφοδέλτιο το κόμμα. Το σύστημα αυτό έχει καταργηθεί πλέον και ισχύει μόνο για την εκλογή των βουλευτών Επικρατείας.
Στιγμιότυπο από τις εκλογές που διεξήχθησαν στην Ελλάδα το 1946 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Πανό στους δρόμους της Αθήνας, κατά την προεκλογική περίοδο των βουλευτικών εκλογών του 1950 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Το 1934 παραχωρήθηκε επιλεκτικά δικαίωμα ψήφου στις εγγράμματες γυναίκες κατά τις δημοτικές εκλογές στην Αθήνα. Στη φωτογραφία, εκλογικό βιβλιάριο της εποχής (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Τα τελευταία χρόνια, στις εκλογικές αναμετρήσεις των δυτικών χωρών, εκτός από την πολιτική, οι εκλογείς καλούνται να επιλέξουν και μεταξύ άλλων στοιχείων των υποψηφίων. Στη φωτογραφία εικονίζεται ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, με σαξόφωνο (φωτ. ΑΠΕ).
Τα τελευταία χρόνια, στις εκλογικές αναμετρήσεις των δυτικών χωρών, εκτός από την πολιτική, οι εκλογείς καλούνται να επιλέξουν και μεταξύ άλλων στοιχείων των υποψηφίων. Στη φωτογραφία εικονίζεται ο νυν πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Τόνι Μπλερ, με ηλεκτρική κιθάρα (φωτ. ΑΠΕ).
Στις εκλογές για τα δημοτικά και νομαρχιακά συμβούλια, τον Οκτώβριο του 2002, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η απουσία εκλογικού βιβλιαρίου, διάφανη κάλπη και τα μεικτά εκλογικά κέντρα ανδρών και γυναικών (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο εκλογών στην Κένυα.
Αμερικανική λιθογραφία του 19oυ αι. που εικονίζει έναν υποψήφιο να μιλά σε εκλογείς έξω από ένα πανδοχείο.
Καταμέτρηση ψήφων σε εκλογικό κέντρο της Κύπρου, στις προεδρικές εκλογές τον Φεβρουάριο του 2003 (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.